κωλυμάτιον

κωλυμάτιον
κωλ-ῡμάτιον, τό, Dim. of foreg.,
A catch or clutch in a machine, Hero Spir.1.17, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωλυμάτιον — catch neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτων — κωλυμάτιον, τὸ (Α) [κώλυμα] 1. μικρό εμπόδιο 2. (στρατ. όρος) η χελώνη που σχημάτιζαν με τις ασπίδες τους οι πολιορκητές …   Dictionary of Greek

  • κωλυματίῳ — κωλυμάτιον catch neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυμάτια — κωλυμάτιον catch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελωνάριον — τὸ, Α 1. όστρακο από μικρή χελώνα 2. κωλυμάτιον*, εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. στρουθ άριον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”